Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Στα γραφεία της εφημερίδας, κάτι παλιά Χριστούγεννα

 

Στα γραφεία της εφημερίδας ήμασταν ανήσυχοι...Περιμέναμε να ακούσουμε το όνομα μας...Και όποιος το άκουγε πήγαινε και έπαιρνε το δώρο Χριστουγέννων, σε χιλιάρικα, κατοστάρικα, πολλά πενηντάρικα αλλά και κέρματα...Βλέπεις, αν και το χρήμα στην αγορά της πόλης ήταν...εν αφθονία, ποτέ μια εφημερίδα δεν είχε ανέσεις πληρωμών, με τους ανθρώπους της να τρέχουν πανικόβλητοι αυτές τις μέρες, για να εισπράξουν από τους πελάτες  όσες δραχμές περισσότερες μπορούσαν... 
 
Γιατί έπρεπε και οι συντάκτες αλλά και το λοιπό προσωπικό, να κάνουνε γιορτές με τις οικογένειες τους...Και για να κάνουμε κι εμείς γιορτές, έπρεπε να πάρουμε το μηνιάτικο μας και το δώρο των Χριστουγέννων, που το περιμέναμε πώς και πώς...
 
Όσοι ήμασταν βέβαια στα χρόνια που μπαίναμε στη δουλειά, δεν μπορούσαμε να βρεθούμε στη θέση των μεγαλυτέρων συναδέλφων, που ήταν παντρεμένοι, είχαν παιδιά, πολλές υποχρεώσεις και η αγωνία τους ήταν σαφώς ανώτερη σε σχέση με τη δική μας...
 
Μάλιστα, τον δικό μας ενθουσιασμό για τη δουλειά που κάναμε, οι μεγαλύτεροι συνάδελφοι, δεν έδειχναν να τον αντιλαμβάνονται και να τον κατανοούν, γιατί αυτοί ήταν ήδη στη φάση που είχαν συνειδητοποιήσει αυτό που συνειδητοποιήσαμε κι εμείς αργότερα, μεγαλώνοντας σε αυτή τη δουλειά... 
 
Πως, δηλαδή, γράφουμε για τα προβλήματα των άλλων, αλλά κανείς δεν ασχολείται με τα δικά μας τα προβλήματα... Και ούτε μπορούμε, όσο και αν τρέξουμε, όσες αποκαλύψεις και αν κάνουμε, με όσα κακώς κείμενα και αν "τα βάλουμε", να σώσουμε τον κόσμο...
 
Πολλές φορές, μάλιστα, βρεθήκαμε στο μάτι του κυκλώνα. Και κάθε φορά, αντιλαμβανόμασταν, πόσο αδύναμοι ήμασταν στην πραγματικότητα, απέναντι σε συμφέροντα και κυκλώματα που μας απειλούσαν πως..."θα μας τυλίξουν σε μια κόλλα χαρτί"... Θυμάμαι στα πρώτα μου βήματα, κάποιον διευθυντή (δεν έχει σημασία ποιανού δημόσιου φορέα), να μπαίνει νευριασμένος στα γραφεία της (πρώην) εφημερίδας και να μου το φωνάζει με λύσσα για να με κάνει να φοβηθώ..."Θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί ρε", μου έλεγε ο δημόσιος αυτός παράγοντας, ενώ γυάλιζε το μάτι του...και ο αρχισυντάκτης να τον βγάζει έξω κακήν - κακώς, λέγοντας του να φύγει και να πάει να μας κάνει...όσες μηνύσεις θέλει...
 
Χριστούγεννα στα γραφεία της εφημερίδας...Να τρέχουμε έξω με τα μαγνητόφωνα για να καταγράψουμε τις ευχές του "κυρίου Νομάρχη", που συνοδευόμενος από τους αντινομάρχες και τους διευθυντές της Κτηνιατρικής, της Αγορανομίας και της Διεύθυνσης Εμπορίου, περνούσαν από την κεντρική λαχανογορά του Ηρακλείου στην οδό 1866.  
 
Σταμάταγαν σε πολλά σημεία της αγοράς. Αντάλλασσαν τις καθιερωμένες χειραψίες με τους εμπόρους. Άκουγαν κάποιες φορές και τα παράπονα τους. Τσούγκριζαν τα ποτήρια της ρακής και συνέχιζαν το δρόμο τους, μιλώντας μας στη συνέχεια για την..."αυτοψία" που είχαν κάνει... "Διαπιστώσαμε αυτάρκεια προϊόντων και καλές τιμές για τους καταναλωτές" ήταν η μόνιμη..."διαπίστωση" όλων τους...
 
Κι εμείς τρέχαμε στις εφημερίδες να γράψουμε το ρεπορτάζ και να προλάβουμε να το τελειώσουμε νωρίς, για να πάρουν τα κείμενα μας οι διακτυλογράφοι, ώστε να προχωρήσει στη συνέχεια όλη η διαδικασία μέχρι να πάνε οι σελίδες σε τσίγκο στο τυπογραφείο και να ξεκινήσει η τύπωση τους σε χαρτί, που τότε (δεκαετία 1990) γινόταν για τις περισσότερες τοπικές εφημερίδες μαζί και στο ίδιο τυπογραφείο ταυτόχρονα...
 
Όσο για την Πρωτοχρονιά; Ο αρχισυντάκτης ήταν "κολλημένος" στη ροή των ειδήσεων από το τέλεξ (ναι μόλις που το πρόλαβα) και αργότερα στο φαξ για να ανακοινωθούν τα αποτελέσματα της κλήρωσης του λαχείου... 
 
Χωρίς τους τυχερούς αριθμούς δεν θα υπήρχε καν...λόγος έκδοσης μιας εφημερίδας, που λέει ο λόγος, αφού η εφημερίδα ακόμα τότε ήταν το πιο σοβαρό μέσο για την ενημέρωση ενός πολίτη, ιδιαίτερα όταν ήθελε να δει τους τυχερούς αριθμούς της Πρωτοχρονιάτικης κλήρωσης...
 
"Πήγαινε στον Μαραγκουδάκη να σου πει για τα κρέατα".... "Πήγαινε στην αγορά να καταγράψεις τις τιμές και να μιλήσεις με τον Μπάμπη τον Στρατάκη και τον Στέλιο τον Μπαλαμούτσο"... Με τους προέδρους των κρεοπωλών και τους εκπροσώπους των μανάβηδων, είχαμε όλο το χρόνο συνεργασία στη δουλειά μας... Αλλά ειδικά τις μέρες των Χριστουγέννων, δεν λείπαμε από τα μαγαζιά τους...
 
Τιμές, επάρκεια, κίνηση, γκρίνια για τα προβλήματα, κόσμος, ζωντάνια, ενδιαφέρον... Στολισμένη η πόλη... Τα καταστήματα γεμάτα... Κι εμείς να ξεροσταλιάζουμε για να κάνουμε το ρεπορτάζ, προσπαθώντας να καταγράψουμε το κλίμα...
 
Και οι επιδοτήσεις των αγροτών από την Αγροτική Τράπεζα... Τέτοιες μέρες να γίνεται χαμός... Να πηγαίνει ο κάθε πρόεδρος συνεταιρισμού κρατώντας...τσουβαλάκια για να βάλει τις δεσμίδες με τα πεντοχίλιαρα και τα δεκαχίλιαρα και να τα πάει στο χωριό του να τα μοιράσει στους αγρότες και τους κτηνοτρόφους.  
 
Και κάθε  χρόνο να έχουμε ληστείες, να έχουμε κάποιες φορές ακόμα και δολοφονίες προέδρων συνεταιρισμών, από ληστές που τους την είχανε στημένη σε μια στροφή του δρόμου, με τα...καλάσνικοφ και τις κουκούλες... Αλλά όταν καταργήθηκε αυτός το τρόπος κατανομής των επιδοτήσεων, δυσαρεστήθηκαν οι πρόεδροι γιατί έχασαν....τα τυχερά τους...και μιλάμε για εκατοντάδες χιλιάδες δραχμές κάθε χρόνο...
 
"Φωνάζει ο αρχισυντάκτης ότι έχεις καθυστερήσει το κείμενο...Τελείωνε...Είναι Χριστούγεννα και πρέπει να πάμε σπίτι μας"!
 
Οι τελευταίες αράδες στο χαρτί, να το διαβάσει ο αρχισυντάκτης, να το εγκρίνει, να βάλει τίτλο και να το δώσει για δακτυλογράφηση...
 
"Άντε και του χρόνου με καλύτερες ειδήσεις"...λέγαμε ξεσκονίζοντας το σκονισμένο μας γραφείο, που πνιγόταν σε τσαλακωμένα χαρτιά, έγγραφα και δελτία Τύπου... Και ψάχνω σήμερα τριάντα χρόνια μετά να βρω "καλύτερες ειδήσεις", αλλά ο νους μου ταξιδεύει σε κείνες της εποχές, που όλα ήταν τόσο διαφορετικά όχι μόνο στη δουλειά μας, αλλά και στις ζωές των ανθρώπων...

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

"Των παιδιών σας τις κραυγές"

  ΣΤΙΧΟΙ: ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ Ένα τρένο μες στις φλόγες θα περνάει κάθε χρόνο, οι ψυχές θα κατεβαίνουν στην Κοιλάδα των Τεμπών, οι γονείς τους στις πλατείες θα ξεχάσουνε τον πόνο, γιατί θα΄χουν στην καρδιά τους τα χεράκια των παιδιών. Κάθε 28 Φλεβάρη ο λαός θα πλημμυρίζει, δρόμους, πάρκα και πλατείες και θα φέρνει ανατροπές, κάθε χρόνο τέτοια μέρα ένα τρένο θα σφυρίζει, "μην ξεχνάτε" θα μας λέει "των παιδιών σας τις κραυγές" Ένα τρένο μες στις φλόγες θα περνάει κάθε χρόνο, να μην ξεχαστούν τα Τέμπη μέχρι να΄ρθει η στιγμή τα παιδιά που ταξιδεύουν νά'χουν πάλι οξυγόνο, θα ξανάρθει η ελπίδα αν γλιτώσει το παιδί. Κάθε 28 Φλεβάρη κάθε χρόνο τέτοια μέρα, ένα τρένο θα σφυρίζει στου λαού μας τις καρδιές, κάθε χρόνο τέτοια μέρα ένα τρένο θα σφυρίζει, "μην ξεχνάτε" θα μας λέει "των παιδιών σας τις κραυγές". ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: ΤΡΙΤΗ 25 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2025

Αναλαμβάνω την ευθύνη...

 (ΣΤΙΧΟΙ: ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ)    Αναλαμβάνω την ευθύνη όπως της νιότης τις στιγμές, τότε που ζούσαμε στο "τώρα" και ταξιδεύαμε στο "χθες", κιθάρες ροκ και συναυλίες μπουφάν δερμάτινο, ροκ μπαρ, μετά ξημέρωναν οι μέρες καφές κι αμέσως για δουλειά. Και ναι, περάσανε τα χρόνια τα φιλαράκια έχουν χαθεί, τώρα στο σπίτι σε σαλόνια παιδιά, γυναίκα και TV, φωτογραφίες και φιλμάκια μας έχουν μείνει τώρα πια, κι αν γράφω ετούτα τα στιχάκια το κάνω για κείνα τα παιδιά. Κάτι παιδιά έρχονται τώρα και μου ματώνουν την ψυχή, θυμίζοντας μου κάτι χρόνια με μπίρα, ροκ και μουσική, με μελωδίες στις κιθάρες που μας γυρίζουνε "αλλού", πλατείες, στέκια και αλάνες, κι εμείς παρέα με τον "Φλου". Αναλαμβάνω την ευθύνη να ταξιδέψω μακριά, στο χρόνο, πίσω που αφήνει μια απροσάρμοστη γενιά, τώρα ο καθένας έχει μείνει να ταξιδεύει διαρκώς, κάτι παλιές φωτογραφίες τώρα κοιτάζω μοναχός. Γι αυτό σου λέω ρε μεγάλε κάτσε να πιούμε ένα κρασί, να ταξιδέψουμε παρέα εγώ, ο Άσιμος ...

Ένα τραγούδι ροκ, οι αυταπάτες μας

  (Στίχοι: Χριστόφορος Παπαδάκης) Τον κόσμο τότε λέγαμε θ΄αλλάζαμε μα τώρα μεγαλώσαμε μωρό μου, ο κόσμος δεν αλλάζει τόσο εύκολα γι αυτό σου λέω, αγάπη μόνο δώσ' μου. Στα χρόνια που περάσαν, στα τραγούδια μας, στα όνειρα, στο φως και στα σκοτάδια, ανθρώποι στη ζωή μας ήρθαν κι έφυγαν ψυχές που μας αφήσανε σημάδια, στα λόγια τα σκληρά μα και τα χάδια. Κοιτάγαμε κατάματα τον ήλιο μας μα τώρα μας τον πήραν και φοβάμαι, κοιτάζοντας τριγύρω την κατάντια μας πού θέλαμε να πάμε, δε θυμάμαι, μα πόσο άλλο πια θα τους κοιτάμε. Ο κόσμος που αγαπούσαμε δεν άντεξε γυαλί ήταν, που λες και έχει σπάσει, και όλα όσα λέγαμε σαν ποιήματα νομίζω ότι πια τα΄χω ξεχάσει, στο χάος ενός κόσμου που έχει χάσει. Ένα τραγούδι ροκ, οι αυταπάτες μας που όσο κι αν το γράφω δεν τελειώνει, στο τέλος κάπου χάθηκαν οι αγάπες μας κι ο κόσμος είναι χιόνι που όλο λειώνει. Σαν νότες μιας ξεκούρδιστης κιθάρας μου ακούγονται ξυράφια στον αέρα, σκοτώνουν τις μπαλάντες της λαχτάρας μου και δεν με προχωράνε παραπέρα. Σαν ροκ ...